μαστροχαλαστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαστροχαλαστής οι μαστροχαλαστές
      γενική του μαστροχαλαστή των μαστροχαλαστών
    αιτιατική τον μαστροχαλαστή τους μαστροχαλαστές
     κλητική μαστροχαλαστή μαστροχαλαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστροχαλαστής < μάστορας + χαλαστής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστροχαλαστής αρσενικό (πληθυντικός μαστροχαλαστές)

  • κακός τεχνίτης, που αντί να επιδιορθώνει χαλάει

Συνώνυμα[επεξεργασία]

* μαστροχαλάστρας
* ατζαμής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]