μαστροχαλαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαστροχαλαστής αρσενικό (πληθυντικός μαστροχαλαστές)
- κακός τεχνίτης, που αντί να επιδιορθώνει χαλάει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαστροχαλαστής
|