μαυλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαυλίζω < αρχαία ελληνική μαυλίζω < μαῦλις
Ρήμα[επεξεργασία]
μαυλίζω (παθητική φωνή: μαυλίζομαι)
- καλώ τις κότες ή άλλα ζωντανά με ιδιαίτερο για το καθένα τρόπο
- (κατ’ επέκταση) ξελογιάζω
- (μεταφορικά) εξωθώ σε πορνεία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μαυλιστικό
- αμαύλιστος
- αναμαυλίζω
- ανεκμαύλιστος
- εκμαυλίζω
- εκμαυλισμός
- εκμαυλιστής
- εκμαυλίστρια
- εκμαυλιστικά
- εκμαυλιστικός
- μαύλισμα
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαυλίζω | μαύλιζα | θα μαυλίζω | να μαυλίζω | μαυλίζοντας | |
β' ενικ. | μαυλίζεις | μαύλιζες | θα μαυλίζεις | να μαυλίζεις | μαύλιζε | |
γ' ενικ. | μαυλίζει | μαύλιζε | θα μαυλίζει | να μαυλίζει | ||
α' πληθ. | μαυλίζουμε | μαυλίζαμε | θα μαυλίζουμε | να μαυλίζουμε | ||
β' πληθ. | μαυλίζετε | μαυλίζατε | θα μαυλίζετε | να μαυλίζετε | μαυλίζετε | |
γ' πληθ. | μαυλίζουν(ε) | μαύλιζαν μαυλίζαν(ε) |
θα μαυλίζουν(ε) | να μαυλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαύλισα | θα μαυλίσω | να μαυλίσω | μαυλίσει | ||
β' ενικ. | μαύλισες | θα μαυλίσεις | να μαυλίσεις | μαύλισε | ||
γ' ενικ. | μαύλισε | θα μαυλίσει | να μαυλίσει | |||
α' πληθ. | μαυλίσαμε | θα μαυλίσουμε | να μαυλίσουμε | |||
β' πληθ. | μαυλίσατε | θα μαυλίσετε | να μαυλίσετε | μαυλίστε | ||
γ' πληθ. | μαύλισαν μαυλίσαν(ε) |
θα μαυλίσουν(ε) | να μαυλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαυλίσει | είχα μαυλίσει | θα έχω μαυλίσει | να έχω μαυλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαυλίσει | είχες μαυλίσει | θα έχεις μαυλίσει | να έχεις μαυλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαυλίσει | είχε μαυλίσει | θα έχει μαυλίσει | να έχει μαυλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαυλίσει | είχαμε μαυλίσει | θα έχουμε μαυλίσει | να έχουμε μαυλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαυλίσει | είχατε μαυλίσει | θα έχετε μαυλίσει | να έχετε μαυλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαυλίσει | είχαν μαυλίσει | θα έχουν μαυλίσει | να έχουν μαυλίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαυλίζω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαυλίζω < μαῦλις
Ρήμα[επεξεργασία]
μαυλίζω
- (ειδικότερα) προσπαθώ να μαζέψω κότες μιμούμενος τη φωνή τους
- (γενικότερα) προσπαθώ να προσελκύσω πουλιά μιμούμενος τη φωνή τους