μαυλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαυλίζω < αρχαία ελληνική μαυλίζω < μαῦλις

Ρήμα[επεξεργασία]

μαυλίζω (παθητική φωνή: μαυλίζομαι)

  1. καλώ τις κότες ή άλλα ζωντανά με ιδιαίτερο για το καθένα τρόπο
  2. (κατ’ επέκταση) ξελογιάζω
  3. (μεταφορικά) εξωθώ σε πορνεία
     συνώνυμα: εκμαυλίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαυλίζω < μαῦλις

Ρήμα[επεξεργασία]

μαυλίζω

  1. (ειδικότερα) προσπαθώ να μαζέψω κότες μιμούμενος τη φωνή τους
  2. (γενικότερα) προσπαθώ να προσελκύσω πουλιά μιμούμενος τη φωνή τους