μειονεκτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μειονεκτικότητα < μειονεκτικ(ός) + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μειονεκτικότητα θηλυκό
- το να μειονεκτεί κάποιος, η ιδιότητα του μειονεκτικού
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μειονεκτικότητα