μεταστρατοπέδευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταστρατοπέδευση | οι | μεταστρατοπεδεύσεις |
γενική | της | μεταστρατοπέδευσης* | των | μεταστρατοπεδεύσεων |
αιτιατική | τη | μεταστρατοπέδευση | τις | μεταστρατοπεδεύσεις |
κλητική | μεταστρατοπέδευση | μεταστρατοπεδεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταστρατοπεδεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταστρατοπέδευση < μεταστρατοπεδεύω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταστρατοπέδευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταστρατοπεδεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταστρατοπέδευση
|