μιτογόνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μιτογόνο τα μιτογόνα
      γενική του μιτογόνου των μιτογόνων
    αιτιατική το μιτογόνο τα μιτογόνα
     κλητική μιτογόνο μιτογόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιτογόνο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιτογόνο ουδέτερο

  • βιολογία, γενετική) χημική ουσία που παρακινεί ένα κύτταρο να ξεκινήσει κυτταρική διαίρεση, προκαλώντας την έναρξη της μίτωσης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μιτογόνο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του μιτογόνος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μιτογόνος