μονάρχιδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονάρχιδος αρσενικό
- o άνδρας που έχει έναν μόνο όρχι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονάρχιδος
|