μονόστηλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόστηλο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονόστηλος < μονο- + στήλη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική single-column
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονόστηλο ουδέτερο
- (στη δημοσιογραφική ορολογία και στις γραφιστικές τέχνες) το κείμενο ή η φωτογραφία που καταλαμβάνει μία στήλη ή τμήμα της σε μία σελίδα η οποία χωρίζεται νοητά σε 3-4 στήλες
- γράψε κι ένα μονόστηλο (80-150 λέξεις) για το τροχαίο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόστηλο
|