μουνοπαγίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουνοπαγίδα οι μουνοπαγίδες
      γενική της μουνοπαγίδας των μουνοπαγίδων
    αιτιατική τη μουνοπαγίδα τις μουνοπαγίδες
     κλητική μουνοπαγίδα μουνοπαγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουνοπαγίδα < μουν(ί) + -ο- + παγίδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουνοπαγίδα θηλυκό

  • (αργκό, μειωτικό) καταστάσεις ή πράγματα που τραβούν τις γυναίκες με σκοπό την ερωτική συνεύρεση
    τα ακριβά αυτοκίνητα είναι μουνοπαγίδες

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]