μουτεσαριφλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μουτεσαριφλίκι | τα | μουτεσαριφλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μουτεσαριφλίκι | τα | μουτεσαριφλίκια |
κλητική | μουτεσαριφλίκι | μουτεσαριφλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουτεσαριφλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική mutasarrıflık + -ι < mutasarrıf < αραβική مُتَصَرِّف (mutaṣarrif)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουτεσαριφλίκι ουδέτερο
- (ιστορία) (συνήθως αυτοτελής) διοικητική υποδιαίρεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπό μουτεσαρίφη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουτεσαριφλίκι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)