μπουμπού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουμπού < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουμπού θηλυκό
- (οικείο)
- προσφώνηση για θηλυκό μωρό που συνήθως υπονοεί ευτραφές και στρουμπουλό κοριτσάκι
- (κατ’ επέκταση) προσφώνηση για αγαπητό πρόσωπο θηλυκού γένους, οποιασδήποτε ηλικίας· και Μπουμπού ως χαϊδευτικό όνομα γυναίκας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπουμπού
|