μωροπιστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μωροπιστία < μωρόπιστος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μωροπιστία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του μωρόπιστου