μωροφιλοδοξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μωροφιλοδοξία < μωροφιλόδοξος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μωροφιλοδοξία θηλυκό
- το να είναι κάποιος μωροφιλόδοξος, η ιδιότητα του μωροφιλόδοξου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μωροφιλοδοξία
|