νηπιοβαπτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νηπιοβαπτισμός αρσενικό
- η συνήθεια της βάπτισης των νηπίων
- η νομότυπη καταπάτηση της αδιαμόρφωτης ακόμα ατομικής ελεύθερης θέλησης (βούλησης) του νηπίου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νηπιοβαπτισμός
|