νομική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νομική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου νομικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νομική θηλυκό
- η νομική επιστήμη, η επιστήμη που μελετά τους νόμους, το δίκαιο
- η νομική σχολή, η σχολή του πανεπιστημίου που διδάσκει τη νομική επιστήμη
- ορκίστηκαν οι νέοι φοιτητές της Νομικής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νομική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
νομική