ντοκουμεντάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντοκουμεντάρισμα τα ντοκουμενταρίσματα
      γενική του ντοκουμενταρίσματος των ντοκουμενταρισμάτων
    αιτιατική το ντοκουμεντάρισμα τα ντοκουμενταρίσματα
     κλητική ντοκουμεντάρισμα ντοκουμενταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντοκουμεντάρισμα < ντοκουμεντάρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντοκουμεντάρισμα ουδέτερο

η κατάσταση χρειάζεται ντοκουμεντάρισμα για να γίνει πιστευτή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]