ξαγναντευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαγναντευτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξαγναντευτής αρσενικό
- ο παρατηρητής που βρίσκεται σε ψηλό τόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαγναντευτής
|