ξεκλήρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκλήρισμα < μεσαιωνική ελληνική ξεκληρίζω < ξε + αρχαία ελληνική κλῆρος (η κλήρωση αλλά και κομμάτι γης από κληρονομιά καθώς και έντομο καταστροφικό για τα μελίσσια)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκλήρισμα ουδέτερο
- η απώλεια μεγάλου αριθμού μελών μιας οικογένειας ή κοινότητας
- Στο τροχαίο ξεκληρίστηκε μια ολόκληρη οικογένεια
- η απώλεια απογόνων, όταν κάποιος μένει άκληρος ενώ είχε παιδιά
- (παρωχημένο) η αποκλήρωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκλήρισμα
|