ξενοτροπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξενοτροπία θηλυκό
- Η χρήση ή η μίμηση τρόπων, συμπεριφορών, εθίμων που είναι ξένοι σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον
- Αν και είμαστε οι μόνοι Έλληνες ανάμεσα σε πενήντα Γάλλους στο γραφείο, η ξενοτροπία μας δεν ενοχλεί κανέναν
- ξενομανία, ξενολατρία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενοτροπία
|