ξενοτροπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενοτροπία οι ξενοτροπίες
      γενική της ξενοτροπίας των ξενοτροπιών
    αιτιατική την ξενοτροπία τις ξενοτροπίες
     κλητική ξενοτροπία ξενοτροπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενοτροπία < ξένος + -ο- + τροπία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξενοτροπία θηλυκό

  1. Η χρήση ή η μίμηση τρόπων, συμπεριφορών, εθίμων που είναι ξένοι σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον
    Αν και είμαστε οι μόνοι Έλληνες ανάμεσα σε πενήντα Γάλλους στο γραφείο, η ξενοτροπία μας δεν ενοχλεί κανέναν
  2. ξενομανία, ξενολατρία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]