ογκολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ογκολόγος< ογκο(λογία) + -λόγος. Δείτε και όγκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ογκολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ογκολογία
- ογκολογικός
- → και δείτε τη λέξη όγκος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ογκολόγος
|