οδοντοσκόπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οδοντοσκόπιο τα οδοντοσκόπια
      γενική του οδοντοσκοπίου
οδοντοσκόπιου
των οδοντοσκοπίων
    αιτιατική το οδοντοσκόπιο τα οδοντοσκόπια
     κλητική οδοντοσκόπιο οδοντοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οδοντοσκόπιο < δόντι + -σκόπιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οδοντοσκόπιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]