οδοντοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οδοντοσκόπιο ουδέτερο
- όργανο ή εργαλείο με το οποίο ο οδοντίατρος εξετάζει τα δόντια και το στόμα γενικότερα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οδοντοσκόπιο
|