ομαδάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομαδάρα οι ομαδάρες
      γενική της ομαδάρας
    αιτιατική την ομαδάρα τις ομαδάρες
     κλητική ομαδάρα ομαδάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομαδάρα < ομάδ(α) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ομαδάρα θηλυκό

  • πολύ σπουδαία ομάδα (κυρίως για το ποδόσφαιρο)

Αντώνυμα[επεξεργασία]


Μεταφράσεις[επεξεργασία]