ομαλοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομαλοποίηση | οι | ομαλοποιήσεις |
γενική | της | ομαλοποίησης* | των | ομαλοποιήσεων |
αιτιατική | την | ομαλοποίηση | τις | ομαλοποιήσεις |
κλητική | ομαλοποίηση | ομαλοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ομαλοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομαλοποίηση θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομαλοποίηση