ονειρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ονειρισμός αρσενικό
- (ψυχιατρική, ψυχολογία) παραληρηματική εκδήλωση ονειρώδους σύγχυσης που οφείλεται σε παθολογικούς ή τοξικολογικούς λόγους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ονειρισμός
|