ορμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορμώ < αρχαία ελληνική ὁρμάω - ὁρμῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ορμώ, παθ. ορμώμαι

  1. κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα προς συγκεκριμένη κατεύθυνση
  2. επιτίθεμαι, κινούμαι επιθετικά με μεγάλη ταχύτητα εναντίον συγκεκριμένου στόχου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]