ορχίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορχίτιδα οι ορχίτιδες
      γενική της ορχίτιδας των ορχίτιδων
    αιτιατική την ορχίτιδα τις ορχίτιδες
     κλητική ορχίτιδα ορχίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορχίτιδα < όρχις + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορχίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]