παλαιά νορβηγικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | παλαιά νορβηγικά | ||
γενική | των | παλαιών νορβηγικών | ||
αιτιατική | τα | παλαιά νορβηγικά | ||
κλητική | παλαιά νορβηγικά | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιά νορβηγικά < → δείτε τις λέξεις παλαιός και νορβηγικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλαιά νορβηγικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) βόρεια γερμανική γλώσσα που ομιλούνταν από τον 8ο έως τον 14ο αιώνα μ.Χ. στη Σκανδιναβία