παλεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλεύω < μεσαιωνική ελληνική παλεύω
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]παλεύω
- παίρνω μέρος σε αγώνα πάλης
- συγκρούομαι με κάποιον και προσπαθώ να τον νικήσω με τη σωματική μου δύναμη
- (μεταφορικά) αγωνίζομαι με κάποιον, επιδιώκοντας να τον νικήσω, π.χ. με επιχειρήματα, μάχομαι εναντίον δύσκολων συνθηκών
- προσπαθώ πάρα πολύ έντονα, με επιμονή και χωρίς να εγκαταλείπω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (δεν) παλεύεται : για κατάσταση που (δεν) αφήνει περιθώρια επιτυχίας ή αίσιου τέλους
- (δεν) την παλεύω : (δεν) τα καταφέρνω, (δεν) την βγάζω, (δεν) έχω πιθανότητες να επιλύσω κάποιο πρόβλημα