παπλωματού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παπλωματού < παπλωματ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.plo.maˈtu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐πλω‐μα‐τού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παπλωματού θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του παπλωματάς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παπλωματού
|