παραδειγματάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραδειγματάκι | τα | παραδειγματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παραδειγματάκι | τα | παραδειγματάκια |
κλητική | παραδειγματάκι | παραδειγματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραδειγματάκι < παράδειγμα +-άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραδειγματάκι ουδέτερο
- μικρό παράδειγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραδειγματάκι
|