παραπλήρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραπλήρωμα τα παραπληρώματα
      γενική του παραπληρώματος των παραπληρωμάτων
    αιτιατική το παραπλήρωμα τα παραπληρώματα
     κλητική παραπλήρωμα παραπληρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραπλήρωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραπλήρωμα ουδέτερο

  1. συμπλήρωμα, αυτό που προστίθεται σε κάτι, που συμπληρώνεται με κάτι
  2. (γεωμ.) κάθε γωνία που μαζί με μια άλλη μας δίνει άθροισμα δύο ορθών γωνιών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]