παραπλήρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραπλήρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραπλήρωμα ουδέτερο
- συμπλήρωμα, αυτό που προστίθεται σε κάτι, που συμπληρώνεται με κάτι
- (γεωμ.) κάθε γωνία που μαζί με μια άλλη μας δίνει άθροισμα δύο ορθών γωνιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραπλήρωμα
|