παροδικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παροδικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι παροδικό(ς), η ιδιότητα του παροδικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παροδικότητα