παροχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παροχή | οι | παροχές |
γενική | της | παροχής | των | παροχών |
αιτιατική | την | παροχή | τις | παροχές |
κλητική | παροχή | παροχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παροχή < αρχαία ελληνική παροχή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παροχή θηλυκό
- είναι ο όγκος του ρευστού,υγρού ή αέριου ο οποίος διέρχεται από έναν αγωγό στη μονάδα του χρόνου.
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παροχή