παφλάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παφλάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παφλάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlew- (φουσκώνω, χύνομαι)

Ρήμα[επεξεργασία]

παφλάζω, αόρ.: πάφλασα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]