πενθερά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πενθερᾱ́ αἱ πενθεραί
      γενική τῆς πενθερᾶς τῶν πενθερῶν
      δοτική τῇ πενθερ ταῖς πενθεραῖς
    αιτιατική τὴν πενθερᾱ́ν τὰς πενθερᾱ́ς
     κλητική ! πενθερᾱ́ πενθεραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πενθερᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πενθεραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πενθερά < θηλυκό του πενθερός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πενθερά, -ᾶς θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]