πολυκαιρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυκαιρία | οι | πολυκαιρίες |
γενική | της | πολυκαιρίας | — | |
αιτιατική | την | πολυκαιρία | τις | πολυκαιρίες |
κλητική | πολυκαιρία | πολυκαιρίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυκαιρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυκαιρία και πολυκαιριά θηλυκό
- η μεγάλη διάρκεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυκαιρία
|