πολυποσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυποσία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυποσία θηλυκό
- η υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυποσία
|