πολύφωτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολύφωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολύφωτος, ελληνιστική κοινή πολύφωτος[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολύφωτο ουδέτερο
- είδος φωτιστικού με πολλούς λαμπτήρες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύφωτο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πολύφωτο
- αιτιατική ενικού του πολύφωτος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολύφωτος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πολύφωτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές[επεξεργασία]
- πολύφωτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολύφωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας