πονταδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πονταδόρος <
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πονταδόρος αρσενικό
- κάποιος που ποντάρει σε τυχερά παιχνίδια
- (επάγγελμα) τεχνίτης συγκόλλησης μετάλλων
- εργαλείο για σύνδεση μετάλλων με μηχανικό τρόπο
- ↪ πονταδόρος λαμαρίνας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που ποντάρει σε τυχερά παιχνίδια
|
τεχνίτης συγκόλλησης μετάλλων
|
εργαλείο σύνδεσης μετάλλων
|