πονταδόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πονταδόρος οι πονταδόροι
      γενική του πονταδόρου των πονταδόρων
    αιτιατική τον πονταδόρο τους πονταδόρους
     κλητική πονταδόρε πονταδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πονταδόρος <
  1. ποντ(άρω) + -αδόρος
  2. πόντ(α) + -αδόρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πονταδόρος αρσενικό

  1. κάποιος που ποντάρει σε τυχερά παιχνίδια
  2. (επάγγελμα) τεχνίτης συγκόλλησης μετάλλων
  3. εργαλείο για σύνδεση μετάλλων με μηχανικό τρόπο
    πονταδόρος λαμαρίνας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]