πρακτικογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρακτικογράφος < πρακτικ(ό) + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρακτικογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που καταγράφει τα πρακτικά