προτείχισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προτείχισμα < αρχαία ελληνική προτείχισμα < προτειχίζω < τεῖχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προτείχισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του προτειχίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προτείχισμα
|