προχειρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προχειρίζω < αρχαία ελληνική προχειρίζω < πρό + χείρ

Ρήμα[επεξεργασία]

προχειρίζω (παθητική φωνή: προχειρίζομαι)

  1. (θρησκεία) χειροτονώ
  2. (μεταφορικά) έχοντας εξουσίααρμοδιότητα ανεβάζω κάποιον στην ιεραρχική κλίμακα, δίνω προαγωγή, προβιβάζω, προάγω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]