ραδιοεντοπιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραδιοεντοπιστής < ραδιο- + εντοπιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραδιοεντοπιστής αρσενικό
- συσκευή εντοπισμού με χρήση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραδιοεντοπιστής
|