πομποδέκτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πομποδέκτης οι πομποδέκτες
      γενική του πομποδέκτη των πομποδεκτών
    αιτιατική τον πομποδέκτη τους πομποδέκτες
     κλητική πομποδέκτη πομποδέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πομποδέκτης < πομπ(ός) + -ο- + δέκτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πομποδέκτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. από αναζήτηση «πομποδέκτης» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.