ραδιοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραδιοσκόπηση | οι | ραδιοσκοπήσεις |
γενική | της | ραδιοσκόπησης* | των | ραδιοσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | ραδιοσκόπηση | τις | ραδιοσκοπήσεις |
κλητική | ραδιοσκόπηση | ραδιοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ραδιοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραδιοσκόπηση < ραδιο- + -σκόπηση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική radioscopie)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραδιοσκόπηση θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ραδιοσκοπία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραδιοσκόπηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ραδιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκόπηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)