ρεσάλτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρεσάλτο | τα | ρεσάλτα |
γενική | του | ρεσάλτου | των | ρεσάλτων |
αιτιατική | το | ρεσάλτο | τα | ρεσάλτα |
κλητική | ρεσάλτο | ρεσάλτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεσάλτο ουδέτερο
- πειρατεία
- Η οργάνωση έκανε ρεσάλτο στο πλοίο που μετέφερε μεταλλαγμένο φορτίο.
- απεγνωσμένη προσπάθεια
- Έκανε καταγγελία για ρεσάλτο των δημοσιογράφων στο ξενοδοχείο όπου διέμενε.