ρεσπέρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ρεσπέρης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεσπέρης οι ρεσπέρηδες
      γενική του ρεσπέρη των ρεσπέρηδων
    αιτιατική τον ρεσπέρη τους ρεσπέρηδες
     κλητική ρεσπέρη ρεσπέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεσπέρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική rençper < περσική رنجبر (ranj-bar)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεσπέρης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]