ρεσπέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεσπέρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική rençper < περσική رنجبر (ranj-bar)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεσπέρης αρσενικό
- (σπάνιο, παρωχημένο, επάγγελμα) ο γεωργός
- ※ Ο ρεσπέρης για ναγ καλός, πρέπει να βοηθά τζ' ο τζαιρός (Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "ρεσπέρης")
- ※ «Ο ρεσπέρης [ρεσ̆πέρης,ο = ο γεωργός] πριν ν’ αρχίσει να σπέρνει θα πάρει σπόρον από όλα τα είδη χωριστά σε μαντηλιάν, κριθάριν, σιτάριν, ρόβιν κλπ ([1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεσπέρης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)