ροδίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ροδίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ῥοδίζω[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾoˈði.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐δί‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]ροδίζω, αόρ.: ρόδισα, μτχ.π.π.: ροδισμένος
- αποκτώ το χρώμα του ρόδου
- → δείτε τη λέξη ροδίζει (απρόσωπο ρήμα) ξημερώνει
- (γαστρονομία) ξεροψήνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ρόδο
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ροδίζω | ρόδιζα | θα ροδίζω | να ροδίζω | ροδίζοντας | |
β' ενικ. | ροδίζεις | ρόδιζες | θα ροδίζεις | να ροδίζεις | ρόδιζε | |
γ' ενικ. | ροδίζει | ρόδιζε | θα ροδίζει | να ροδίζει | ||
α' πληθ. | ροδίζουμε | ροδίζαμε | θα ροδίζουμε | να ροδίζουμε | ||
β' πληθ. | ροδίζετε | ροδίζατε | θα ροδίζετε | να ροδίζετε | ροδίζετε | |
γ' πληθ. | ροδίζουν(ε) | ρόδιζαν ροδίζαν(ε) |
θα ροδίζουν(ε) | να ροδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρόδισα | θα ροδίσω | να ροδίσω | ροδίσει | ||
β' ενικ. | ρόδισες | θα ροδίσεις | να ροδίσεις | ρόδισε | ||
γ' ενικ. | ρόδισε | θα ροδίσει | να ροδίσει | |||
α' πληθ. | ροδίσαμε | θα ροδίσουμε | να ροδίσουμε | |||
β' πληθ. | ροδίσατε | θα ροδίσετε | να ροδίσετε | ροδίστε | ||
γ' πληθ. | ρόδισαν ροδίσαν(ε) |
θα ροδίσουν(ε) | να ροδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ροδίσει | είχα ροδίσει | θα έχω ροδίσει | να έχω ροδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ροδίσει | είχες ροδίσει | θα έχεις ροδίσει | να έχεις ροδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ροδίσει | είχε ροδίσει | θα έχει ροδίσει | να έχει ροδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ροδίσει | είχαμε ροδίσει | θα έχουμε ροδίσει | να έχουμε ροδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ροδίσει | είχατε ροδίσει | θα έχετε ροδίσει | να έχετε ροδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ροδίσει | είχαν ροδίσει | θα έχουν ροδίσει | να έχουν ροδίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ροδισμένος - είμαστε, είστε, είναι ροδισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ροδισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ροδισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ροδισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ροδισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ροδισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ροδισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γίνομαι ρόδινος
|
ξημερώνω
→ δείτε τη λέξη ξημερώνω |
ξεροψήνομαι
→ δείτε τη λέξη ξεροψήνομαι |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ροδίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)