ροδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ροδίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ῥοδίζω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɾoˈði.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐δί‐ζω

ροδίζω, αόρ.: ρόδισα, μτχ.π.π.: ροδισμένος

  1. αποκτώ το χρώμα του ρόδου
  2. → δείτε τη λέξη ροδίζει (απρόσωπο ρήμα) ξημερώνει
  3. (γαστρονομία) ξεροψήνω
     συνώνυμα: ροδοκοκκινίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]