ρόβη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρόβι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρόβη οι ρόβες
      γενική της ρόβης των ροβών
    αιτιατική τη ρόβη τις ρόβες
     κλητική ρόβη ρόβες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρόβη < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾo.vi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρό‐βη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρόβη θηλυκό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]