σέκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σέκι | τα | σέκια |
γενική | του | σεκιού | των | σεκιών |
αιτιατική | το | σέκι | τα | σέκια |
κλητική | σέκι | σέκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σέκι < πιθανόν από την τουρκική λέξη sekiz για τον αριθμό 8 (επειδή το σέκι χωρούσε 8 οκάδες)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σέκι ουδέτερο
- μικρος ξύλινος κουβάς που χρησίμευε ως μονάδα βάρους και χωρούσε 8 οκάδες -το χρησιμοποιούσαν συχνά π.χ. στα λιμάνια για να μετράνε το κρασί προτού το ρίξουν στο τουλούμι για να το μεταφέρουν στα καράβια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σέκι
|