σαράντισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαράντισμα ουδέτερο
- το πέρασμα σαράντα ημερών μετά τη γέννηση ενός βρέφους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαράντισμα